- συστρεπτικόν
- συστρεπτικόςcoagulativemasc acc sgσυστρεπτικόςcoagulativeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συστρεπτικός — ή, όν, Α [συστρέφω] (για το ψύχος) αυτός που έχει την ιδιότητα να πήζει κάτι («ψυχρὸν πάνυ, συστρεπτικόν», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek